αλλαξοπιστώ

αλλαξοπιστώ
(ε) αμετ.
1) менять веру, становиться вероотступником; 2) становиться ренегатом, отступником

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλλαξοπιστώ" в других словарях:

  • αλλαξοπιστώ — αλλαξοπιστώ, αλλαξοπίστησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αλλαξοπιστώ — και ίζω [αλλαξόπιστος] 1. αλλάζω πίστη, θρήσκευμα, γίνομαι εξωμότης 2. κάνω κάποιον να αλλάξει πίστη, θρήσκευμα …   Dictionary of Greek

  • αλλοπιστεύω — αλλαξοπιστώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλοπιστώ. Ο μεταπλασμός κατά το ρ. πιστεύω] …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοπιστίζω — η [αλλαξόπιστος] αλλαξοπιστώ* …   Dictionary of Greek

  • αλλαξόπιστος — η, ο αυτός που άλλαξε πίστη, που απαρνήθηκε την παραδεδομένη θρησκεία, ο εξωμότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + πίστη. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλαξοπιστία, αλλαξοπιστίζω, αλλαξοπιστώ] …   Dictionary of Greek

  • αλλοπιστώ — ( έω) αλλαξοπιστώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλόπιστος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοπιστεύω] …   Dictionary of Greek

  • απιστώ — (AM ἀπιστῶ, έω) 1. δεν πιστεύω στον θεό 2. δείχνομαι άπιστος, απειθώ σε κάποιον, παρακούω 3. προδίδω νεοελλ. αποσκιρτώ, αυτομολώ μσν. νεοελλ. 1. προδίδω τη συζυγική ή ερωτική πίστη 2. προδίδω τη θρησκευτική μου πίστη, αλλαξοπιστώ μσν. επαναστατώ… …   Dictionary of Greek

  • μαγαρίζω — (Μ μαγαρίζω) 1. ρυπαίνω, λερώνω, βρομίζω 2. μιαίνω, μολύνω 3. (για χώρους και αντικείμενα λατρείας) βεβηλώνω 4. ασελγώ παρά φύση, βιάζω 5. ντροπιάζω 6. αλλαξοπιστώ 7. αμαρτάνω 8. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαγαρισμένος, η, ο(ν) α) μιαρός,… …   Dictionary of Greek

  • μετανιώνω — και μετανοιώνω (Μ μετανιώνω και μετανών[ν]ω) 1. μεταμελούμαι, μετανοώ 2. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω απόφαση 3. αλλαξοπιστώ (4. φρ. α) «θα τό μετανιώσεις» και «θέλεις τὸ μετανώσει(ν)» λέγεται ως απειλητική πρόβλεψη β) «κι οπού τό μετανιώσει» ως… …   Dictionary of Greek

  • εξομόνω — εξόμοσα, αμτβ., γίνομαι εξωμότης, απαρνιέμαι τη θρησκεία μου, αλλαξοπιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουρκεύω — τούρκεψα, τουρκεμένος 1. αμτβ., γίνομαι Τούρκος, εξισλαμίζομαι, αλλαξοπιστώ: Φοβήθηκαν και τούρκεψαν. 2. μτβ., κάνω κάποιον Τούρκο, τον εξισλαμίζω: Τους Αρβανίτες τους τούρκεψαν. 3. αμτβ., υποδουλώνομαι στους Τούρκους: Η Πόλη τούρκεψε. 4. μτφ.,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»